- λογικῶ
- λογικόςofmasc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογικῷ — λογικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικῶι — λογικῷ , λογικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθυπάρχω — ἀνθυπάρχω (Α) έχω αντίθετη ύπαρξη, αντίκειμαι (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῑσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν») … Dictionary of Greek